αψιθυμία

αψιθυμία
η
το να είναι κανείς ευερέθιστος, οξύθυμος· (ψυχολ.), δυνατή ψυχική συγκίνηση και ταραχή εξαιτίας οργής, ενθουσιασμού, χαράς, φόβου κτλ.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • αψιθυμία — Ισχυρή διατάραξη του θυμικού από εξωτερικές παραστάσεις ή ερεθίσματα. Εκδηλώνεται με ερυθρίαση ή ωχρίαση, ανικανότητα κυριαρχίας, σπασμωδικές συσπάσεις του προσώπου κ.ά. Γενικά το άτομο που κατέχεται από α. χάνει την ψυχική του ισορροπία και τον… …   Dictionary of Greek

  • οξυθυμία — η (Α ὀξυθυμία) [οξύθυμος] η ιδιότητα τού οξύθυμου, αψιθυμία, ευερεθιστότητα, ευθιξία αρχ. 1. αιφνίδιος, οξύς θυμός 2. ζωηρότητα ή αστάθεια θυμού 3. ερεθισμός …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”