- αψιθυμία
- ητο να είναι κανείς ευερέθιστος, οξύθυμος· (ψυχολ.), δυνατή ψυχική συγκίνηση και ταραχή εξαιτίας οργής, ενθουσιασμού, χαράς, φόβου κτλ.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.